- φύκων
- φυκόωto be rougedimperf ind act 3rd pl (doric aeolic)φυκόωto be rougedimperf ind act 1st sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαιοφύκη — Ομάδα φυκών που λέγονται επίσης και φαιόφυτα. Το φαιό χρώμα τους, που είναι περισσότερο ή λιγότερο σκούρο ή ωχρώδες, οφείλεται στην παρουσία μιας ειδικής χρωστικής ουσίας, της φυκοξανθίνης, της οποίας το χρώμα επικρατεί στο χρώμα της χλωροφύλλης… … Dictionary of Greek
ετερογαμία — Τρόπος αμφιγονικής αναπαραγωγής, κατά την οποία οι συναπτόμενοι γαμέτες προέρχονται από διαφορετικά άτομα. Η ε. μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανισογαμία αν υπάρχει διαφορά μεγέθους και μορφής μεταξύ των γαμετών ή μεταξύ των γεννητικών κυττάρων των… … Dictionary of Greek
ιώδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ι· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλογόνων, και έχει ατομικό αριθμό 53, ατομική μάζα 126,9 και ένα σταθερό ισότοπο 127Ι. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση με τη μορφή … Dictionary of Greek
κρυπτοφύκη — (cryptophyceae). Ομοταξία μονοκύτταρων φυκών, που περιλαμβάνει περισσότερα από 200 είδη. Είναι επίσης γνωστά ως κρυπτομονάδες. Τα κ. έχουν ωοειδές σχήμα, νωτοκοιλιακά πεπιεσμένο, μήκος 4 80 μικρόμετρα και φέρουν δύο μαστίγια. Οι φωτοσυνθετικές… … Dictionary of Greek
κρυπτόγαμα — Όρος που αποδίδεται σε φυτά που αναπαράγονται με σπόρια και όχι με σπέρματα. Ο όρος εμφανίστηκε κατά τον 19ο αι., για να χαρακτηρίσει φυτά των οποίων τα όργανα αναπαραγωγής δεν ήταν εμφανή, σε αντίθεση με τα φυτά που παράγουν σπέρματα, όπου η… … Dictionary of Greek
κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… … Dictionary of Greek
οιδογονιοφύκη — τα βοτ. κλάση φυκών τού φύλου χλωρόφυτα, στην οποία ανήκουν τρία γένη νηματωδών φυκών που διακρίνονται για τον ασυνήθιστο τρόπο κυτταρικής διαίρεσης … Dictionary of Greek
χαροφύκη — τα, Ν βοτ. ομάδα φυκών που αποτελούν, σύμφωνα με ορισμένα συστήματα ταξινόμησης, την κλάση τών χλωροφύτων, ενώ, σύμφωνα με άλλα συστήματα ταξινόμησης, αποτελούν ιδιαίτερη διαίρεση φυκών, τα χαρόφυτα ή χαρώδη φύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ.,… … Dictionary of Greek
Σαργάσων θάλασσα των- — τ Τμήμα του Ατλαντικού ωκεανού. Έχει έκταση 4 εκατ. τ. χλμ. περίπου και η επιφάνεια της καλύπτεται από πυκνό στρώμα φυκών του γένους σάργασσο. Βρίσκεται βορειοανατολικά του αρχιπελάγους των Αντιλλών και ο πρώτος που την επισήμανε ήταν ο… … Dictionary of Greek
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek